Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων συμπεριφοράς προϋποθέτει έγκαιρη διαπίστωση σε πρώιμα στάδια. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από την παρατήρηση της συμπεριφοράς των παιδιών αρχικά από τους γονείς και κατόπιν από τους δασκάλους. Οι παρατηρήσεις θα πρέπει να στρέφονται εκτός από την ορατή συμπεριφορά και σε μη έκδηλα στοιχεία που αφορούν τις εσωτερικές, ψυχικές διεργασίες.
Συνήθως τα πρώτα σημάδια παρουσιάζονται στο σωματικό τομέα με δυσλειτουργίες στο πεπτικό, στο κυκλοφοριακό, στην αναπνοή, στην κίνηση.
Στη συμπεριφορά μπορεί να διαπιστωθούν αλλαγές στην έκφραση, στη μάθηση και στην επίδοση και στον κοινωνικό τομέα. Εξαιτίας της αδιαφορίας και της απέχθειας προς το σχολείο και τις σχολικές εργασίες, της ελλιπούς προσοχής και της παρώθησης, των γλωσσικών, αντιληπτικών και κινητικών διαταραχών παρατηρείται μειωμένη μάθηση και μερική ή ολική πτώση της επίδοσης.
Στην έκφραση παρουσιάζονται διαταραχές στη γλώσσα, δυσθυμίες, άγχος, ορμητικότητα, καταστροφικές τάσεις κ.α.
Στον κοινωνικό τομέα παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα κατά τη διαδικασία κοινωνικοποίησής τους. Έλλειψη συνεργασίας, ελλιπής ή αδιαφοροποίητη ικανότητα για επαφή και ανάπτυξη σχέσεων, μέτρια κοινωνική ενσωμάτωση, δυσαρέσκεια και καβγάδες είναι μερικά από τα πιο συχνά συμπτώματα. Τα παιδιά με προβλήματα στη συμπεριφορά, ακόμη και σε αυτή την ηλικία, δεν τηρούν κοινωνικό – πολιτιστικούς κανόνες. Καταπατούν ή αρνούνται την παράδοση, τα ήθη, τα έθιμα, τις αρχές και τις αξίες της κοινωνίας.
Στο ψυχολογικό επίπεδο υποφέρουν από χρόνιες ψυχικές συγκρούσεις και άσχημα βιώματα, τα οποία είτε προκαλούν αποδιοργάνωση της συμπεριφοράς τους ή εσωτερικές συγκρούσεις. Σε γενικές γραμμές δεν έχουν πάρει τον απαραίτητο ψυχικό και πνευματικό εξοπλισμό για να αντιμετωπίσουν τη ζωή.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι τα προβλήματα συμπεριφοράς χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Στις αντιδραστικές ή περιβαλλοντικές διαταραχές της συμπεριφοράς για τις οποίες ευθύνεται το περιβάλλον και για το λόγο αυτό το παιδί παρουσιάζει προβλήματα σε ένα συγκεκριμένο χώρο, ενώ σε ένα άλλο περιβάλλον η συμπεριφορά του είναι καλή. Στη συνέχεια έχουμε τα προβλήματα συμπεριφοράς οργανικού τύπου, όπου κατατάσσεται το υπερκινητικό σύνδρομο, η αντιληπτική έκπτωση, η συναισθηματική ρηχότητα, η παρορμητικότητα και οι διαταραχές στην προσοχή, στη μνήμη, στη μάθηση και στη σκέψη. Τέλος υπάρχουν τα προβλήματα συμπεριφοράς αντικοινωνικού τύπου, τα οποία εκδηλώνονται με την ψευδολογία, την κλοπή, την επιθετικότητα, τις καταστροφές και τις θηριωδίες.
Κάθε παιδί με προβληματική συμπεριφορά χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και ίσως σε κάποια περίοδο της σχολικής ζωής του να χρειαστεί ειδική εκπαιδευτική αγωγή. Το είδος της ειδικής βοήθειας, καθώς και η διάρκειά της, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα αποτελέσματα της διάγνωσης και της αξιολόγησης του προβλήματός του. Με άλλα λόγια είναι απαραίτητο να διερευνηθούν διαγνωστικά οι ειδικές εκπαιδευτικές, κοινωνικές, ψυχολογικές ανάγκες του παιδιού, προκειμένου να αποφασιστούν τα εξής:
- Αν το συγκεκριμένο παιδί χρειάζεται ειδική θεραπευτική αγωγή.
- Ποιος ή ποιοι θα υλοποιήσουν ένα κατάλληλο πρόγραμμα εκπαιδευτικής αγωγής.
- Πότε και που.
- Με ποια μέσα.
Συμπερασματικά, τα προβλήματα συμπεριφοράς αποτελούν δυσκολίες που παρατηρούνται μέσα στο σύστημα άτομο-περιβάλλον και η μελέτη ή η αντιμετώπισή τους δεν επικεντρώνεται μόνο στο άτομο ανεξαρτήτως περιβάλλοντος (σχολικού ή οικογενειακού). Πρέπει να αντιμετωπίζονται πολυπαραγοντικά, διεπιστημονικά και εξατομικευμένα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Επταήμερη»
, Αρ. φύλλου 48, Παρασκευή 29 Ιουλίου 2005
© Βασίλειος Ν. Θεοδώρου