Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Κοινωνική Φοβία

Όλοι οι άνθρωποι έχουν αισθανθεί κάποια στιγμή ντροπή ή κοινωνική δειλία και όλοι γνωρίζουν ότι κάποιες φορές είναι πολύ δυσάρεστο να βρίσκονται στο επίκεντρο κριτικής ή αποδοκιμασίας εξαιτίας κάποιου λάθους. Όταν αυτή η δυσάρεστη κατάσταση αποκτά έντονα φοβικά χαρακτηριστικά και έχει επιπτώσεις στη φυσιολογική ζωή του ατόμου, τότε θα πρέπει να εξετασθεί η πιθανότητα να οφείλεται στην ασθένεια της Κοινωνικής Φοβίας (Κ.Φ.).
Η Κ.Φ. είναι ένας υπερβολικός και παράλογος φόβος για τις λεγόμενες κοινωνικές περιστάσεις, καθώς το άτομο έχει τη βεβαιότητα ότι θα έλθει σε δύσκολη θέση ενώπιον άλλων και θα δεχθεί την αρνητική κριτική τους. Είναι η δεύτερη πιο συχνή διαταραχή άγχους, μετά την αγοραφοβία και συναντάται εξίσου και στα δυο φύλα.
Συνήθως ξεκινά κατά το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ηλικία και έχει γενικευμένη μορφή, αφορά δηλαδή όλες τις κοινωνικές περιστάσεις. Σε μικρότερο βαθμό συναντάται ο ειδικός τύπος που αφορά, κατά συχνότητα εμφάνισης, τη συνομιλία με ένα «σημαίνων» πρόσωπο, τη δημόσια εκφώνηση λόγου, το να συστηθεί κάποιος, την τηλεφωνική συνομιλία, την παρουσία σε γιορτές, την κατανάλωση τροφής ή ποτού σε δημόσιο χώρο, το να αστειεύονται εις βάρος του, το να γράφει ή να συζητά παρουσία άλλων. Η έκθεση στη φοβογόνο διαδικασία προκαλεί σωματικά (τρεμούλα, εφίδρωση, ταχυπαλμία, ζάλη, ναυτία κ.α.) και συμπεριφορικά συμπτώματα (αποφυγή ομιλίας, εσπευσμένη εγκατάλειψη του χώρου, γρήγορη ομιλία, βιασύνη κ.α.).
Η βασική πεποίθηση που χαρακτηρίζει το κοινωνιοφοβικό άτομο είναι ότι οι άλλοι είναι έτοιμοι να το κρίνουν και να το απορρίψουν. Η σκέψη του χαρακτηρίζεται από ευαλωτότητα π.χ. «είμαι ευάλωτος σε αυτή την περίσταση», κλιμάκωση π.χ.«θα αισθανθώ όλο και χειρότερα» και απώλεια ελέγχου π.χ. «δεν θα αντέξω τα συμπτώματα». Παρά το γεγονός ότι συνήθως αντιλαμβάνεται την υπερβολή, το άγχος του είναι τόσο μεγάλο, ώστε αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις φοβογόνες καταστάσεις. Για να μειώσει το άγχος οδηγείται σταδιακά σε όλο και μεγαλύτερη αποφυγή των αγχογόνων περιστάσεων, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να έχει μειώσει σημαντικά τη λειτουργικότητά του. Όμως τελικά το άγχος αντί να υποχωρεί μεγαλώνει και ο φόβος για τις κοινωνικές περιστάσεις γίνεται μεγαλύτερος. Τελικά, η απόσυρση από τις κοινωνικές δραστηριότητες οδηγεί σε μείωση της αυτοεκτίμησης, της αυτοεκπλήρωσης και σε καταθλιπτικό συναίσθημα.
Το 75% των κοινωνιοφοβικών αντιμετωπίζει και άλλα προβλήματα άγχους. Συχνή είναι επίσης η κατάχρηση ουσιών, που ενώ ξεκινά ως προσπάθεια αγχόλυσης, ως «ενθάρρυνση» στις κοινωνικές περιστάσεις, μπορεί να οδηγήσει σε εξάρτηση.
Η Κ.Φ. έχει κοινωνικό αντίκτυπο, καθώς οι ασθενείς δεν έχουν σταθερή εργασία και είναι απομονωμένοι κοινωνικά. Η συνήθως χαμηλή μόρφωσή τους σε συνδυασμό με την αδυναμία να αναδειχθούν, να διαφυλάξουν τα δικαιώματά τους ή να έχουν κοινωνική ζωή οδηγεί σε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και σε έναν φαύλο κύκλο.
Οι ασθενείς με Κ.Φ. δύσκολα απευθύνονται σε ειδικό για αυτό το άμεσο περιβάλλον τους οφείλει να τους ενθαρρύνει να ζητήσουν βοήθεια από ειδικό. Η κατάλληλη φαρμακοθεραπεία ή/και ψυχοθεραπεία μπορεί να μειώσει το άγχος, να σταματήσει τις αποφυγές και να προφυλάξει από άλλες ψυχικές διαταραχές. Σε ότι αφορά την ψυχοθεραπεία, ως πλέον αποτελεσματική έχει αποδειχθεί ερευνητικά η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική, διότι εξασφαλίζει τα μονιμότερα αποτελέσματα και αντιμετωπίζει το μαθησιακό υπόβαθρο της διαταραχής.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Επταήμερη», Αρ. φύλλου 32 , Παρασκευή 8 Μαρτίου 2005

© Βασίλειος Ν. Θεοδώρου